Είναι κάποιες νύχτες που έρχονται πεισματωμένες για να ζήσουν και κρατούν όσο ένας ολόκληρος χειμώνας. Είναι βαριές, σκοτεινές και παγωμένες, γεμάτες ομίχλη κι υγρασία. Σαν την ψυχή σου. Είναι οι νύχτες που θα ‘θελες να στριμώξεις όλα σου τα κομμάτια, μικρά και μεγάλα, υλικά και άυλα, παλιά και καινούργια, σε ένα μαγικό βαλιτσάκι και τα στείλεις κάπου μακριά, έτσι μπας και βρεθείς επιτέλους χωρίς «μπαγκάζια».
Μια τέτοια νύχτα βρέθηκες να χορεύεις σε εκείνο το μπαράκι. Είχες από ώρα απομακρυνθεί από την παρέα σου, η πρόσχαρη φλυαρία τους ερχόταν εκκωφαντική στα αυτιά σου. Το αλκοόλ που σου κρατούσε συντροφιά ολόκληρο το βράδυ είχε επιτέλους μουδιάσει τις μνήμες και τις αισθήσεις σου. Όλα φάνταζαν απόμακρα, οι ήχοι, οι σιλουέτες των ανθρώπων, οι ίδιες σου οι σκέψεις. Δεν είχε νόημα να τα παρατηρείς γιατί πολύ απλά δεν τα έβλεπες. Έκλεισες τα μάτια και αφέθηκες στις δονήσεις της μουσικής. Ο ρυθμός της ήταν το μόνο που διαπερνούσε τη μόνωση που είχες υψώσει ανάμεσα σε σένα και τον κόσμο, ανάμεσα σε σένα και τον ίδιο σου τον εαυτό. Το κορμί σου λικνιζόταν αργά και αισθησιακά, διαγράφοντας τα σχήματα που επέτασσαν οι νότες. Δεν σταμάτησες ούτε όταν τα χέρια του στάθηκαν στη μέση σου, αναγκάζοντάς τον να ακολουθήσει τις κινήσεις σου. Δεν ήξερες ποιος ήταν και δεν σε ενδιέφερε να μάθεις, νέος ή μεσήλικας, όμορφος ή άσχημος, γοητευτικός ή αδιάφορος. Λες και ήσουν έντομο που σε έπιασε η αράχνη στον ιστό της και ποιο το νόημα να αντισταθείς? Εκείνος κόλλησε επάνω σου. Η ανάσα του ξεκουραζόταν στον λαιμό σου και σε έκανε να ανατριχιάζεις. Τα χέρια του δειλά δειλά ξεκίνησαν να ταξιδεύουν πάνω στο κορμί σου, κάνοντας μικρές στάσεις, όπου το τοπίο φαινόταν φιλόξενο. Δεν τον εμπόδισες. Δεν σε ένοιαζε. Εσύ ανταποκρινόσουν στο κάλεσμα της μελωδίας κι εκείνος νόμιζε πως τον προσκαλούσες να σε νιώσει. Πόσα λόγια παραμένουν ανείπωτα μεταξύ των ανθρώπων, πόσες σκέψεις απομένουν αγεφύρωτες, ωστόσο αυτό δεν εμποδίζει τα πράγματα από το να συμβαίνουν. Έτσι όταν εκείνος σου ψιθύρισε «Έλα μαζί μου» πιάνοντας το χέρι σου, εσύ τον ακολούθησες, στα τυφλά. Δεν ήξερες πού ακριβώς σε οδήγησε, αν είχε κόσμο ή ήσασταν οι δυο σας, το μόνο που ήξερες είναι πόσο βιαστικά σε πασπάτεψε, χάνοντας πλέον την επιθυμία να διερευνήσει τη φυσική σου γεωγραφία, πόσο άτσαλα σήκωσε το φόρεμά σου, παραμέρισε το εσώρουχό σου και μπήκε μέσα σου. Ένα, δύο , τρία, τέσσερα, πέντε σπρωξίματα, «είσαι κάβλα μωρό μου», έξι, εφτά οχτώ, εννιά σπρωξίματα, «τι στενό μουνάκι που έχεις», δέκα, έντεκα, δώδεκα, δεκατρία σπρωξίματα, «τι γαμήσι είναι αυτό», δεκατέσσερα, δεκαπέντε, δεκαέξι, δεκαεφτά, δεκαοχτώ, δεκαεννιά σπρωξίματα «πωπω στάζει η μουνάρα σου». Δεν έσταζε. Ήσουν στοιχειωδώς υγρή, τόσο ώστε να μην νιώθεις πόνο, και τίποτα άλλο όμως αν θέλουμε να λέμε αλήθειες. Δεκαπέντε φρενιασμένες ωθήσεις αργότερα ένα μουγκρητό ξεχύθηκε από το στόμα του «χύνω, χύνω, πάρτα όλα μωρή, σε χύνω». Ξεκόλλησε επιτέλους από πάνω σου και άκουσες τον ήχο από το φερμουάρ του, καθώς το ανέβαζε ικανοποιημένος. Σε φίλησε πεταχτά κι απομακρύνθηκε. Ίσιωσες το εσώρουχό σου, κατέβασες το φόρεμά σου κι όταν σιγουρεύτηκες πως είχε πια χαθεί, άνοιξε επιτέλους τα μάτια σου. Για σένα ήταν σαν να μην είχε συμβεί, δεν υπήρξε ποτέ ούτε εκείνος ούτε ο άχαρος έρωτάς του. Πάτησες πάνω στο πεταμένο προφυλακτικό κι έσβησες και το τελευταίο ίχνος.