31 Δεκέμβρη. Το σπίτι στολισμένο, το δέντρο, φωτάκια, ακόμα και κάλτσες για τα δώρα του άη Βασίλη. Κι ας μην είμαστε παιδιά πια. Πρώι Πρωτοχρονιάς δουλεύω, οπότε μετά την αλλαγή κοιμόμαστε. Χωρίς πολλά πολλά. Ξυπνώ, ετοιμάζομαι, σε φιλώ στο μέτωπο και φεύγω. Εσύ ξυπνάς λίγο αργότερα. Σηκώνεσαι, και βγαίνεις στο χωλ. Πάνω στο τραπέζι, βρίσκεις ένα σημείωμα: "Ήρθε ο Άη Βασίλης!". Κοιτάζεις κάτω από το δέντρο, όντως υπάρχει ένα κουτί. Τρέχεις, κάθεσαι στο χαλί, το ανοίγεις. Είναι ένας δονητής. Υπάρχει όμως κι άλλο σημείωμα. "Ψάξε και στην κάλτσα". Σηκώνεσαι, βάζεις το χέρι σου μέσα και κάτι τραβάς. Ανοίγεις πάλι, και βρίσκεις ένα ζευγάρι άσπρες μακρυές κάλτσες μέχρι το γόνατα, ένα μικροσκοπικό στριγκάκι, και ένα επίσης μικροσκοπικό σουτιέν που θα ταίριαζε τέλεια στο μικρό παιχνιδιάρικο στήθος σου. Γι αυτό άλλωστε στο πήρα. Ένα τρίτο σημείωμα επίσης, που λέει: "Να τα φοράς όταν γυρίσω". Το μουνάκι σου ήδη έχει αρχίζει να στάζει, και το μυαλό σου είναι καρφωμένο στο πρώτο δώρο. Ποτέ άλλοτε δεν είχες δοκιμάσει, και η ιδέα έχει εξιτάρει το μυαλό σου. Παίρνεις το δονητή, κάθεσαι στον καναπέ, ανοίγεις τα πόδια, σηκώνεις το νυχτικό και τον τρίβεις στο υγρό μουνάκι σου. Τον φέρνεις στο στόμα, τον γλείφεις μαζί με τα υγρά σου, τον ακουμπάς στα μουνοχειλάκια σου και αρχίζεις να σπρώχνεις προς τα μέσα. Τον βάζεις, τον βγάζεις δυο τρεις φορές, και νιώθεις στο χέρι σου που ακουμπά το δονητή κάτι "παράξενο", διαφορετικό. Τον τραβάς έξω, και βλέπεις ότι υπάρχει ένα κουμπί. Το ανοίγεις και ο δονητής αρχίζει να τρέμει. Η καύλα σου έχει φτάσει στα ύψη, τον ξαναχώνεις μέσα και τον ενεργοποιείς. Αρχίζει να δονίζει μέσα στο μουνάκι σου και η αίσθηση είναι πρωτόγνωρη και συνάμα απίστευτη για σένα. Αρχίζεις να γαμιέσαι δυνατά, και φτάνεις στο σημείο να χύσεις. Θυμάσαι όμως, ότι θέλω να έρθω και να σε βρω με τα εσώρουχα που σου πήρα, οπότε αποφασίζεις να μείνεις καυλωμένη και να με περιμένεις. Οι ώρες περνούν, που και που χαϊδεύεσαι, δε μπορείς να αντισταθείς. Σκέφτεσαι να μου κάνεις κι εσύ ένα δώρο, όχι υλικής μορφής βέβαια. Ακούς κλειδιά στην πόρτα, έπιτέλους. Μπαίνω μέσα, σε ψάχνω. Δε σε βρίσκω πουθενά. Ένα σημείωμα μόνο, και δίπλα ο δονητής, γεμάτος με τα χυσάκια σου, μιας και μάλλον τον ξανα χρησιμοποίησες πρόσφατα. Το σημείωμα λέει: περίμενέ με στον καναπέ. Κάθομαι λοιπόν, και σε 5 λεπτά έρχεσαι. Χριστουγεννιάτικα κέρατα ταράνδου, τα εσώρουχα που σου πήρα και τις κάλτσες. Ταιριάζουν τέλεια στο λεπτό, κοντό κορμάκι σου. "Είσαι μια κάυλα", σηκώνομαι και σου ψιθυρίζω στ αφτί έτοιμος να σ' αρπάξω και να σε σκίσω. Εσύ όμως έχεις άλλα σχέδια. Θέλεις να 'σαι εσύ το δώρο μου, που θα μου μείνει αξέχαστο. Με σπρώχνεις στον καναπέ και με μια κίνηση κάθεσαι πάνω μου, πάνω στον ήδη καυλωμένο πούτσο μου, που δυσκολεύεται πρησμένος μέσα στο παντελόνι. Βγάζεις τα χέρια πίσω απ' την πλάτη, κάτι κρατάς. Ούτε καν το είχα προσέξει, λογικό αφού είχα μείνει άφωνος. Μου σηκώνεις τα χέρια ψηλά, και νιώθω κάτι να δένει το χέρι μου. Είναι αλυσίδες, γούνινες, ούτε καν γνώριζα την ύπαρξή τους στο σπίτι. Ύστερα δένεις και το άλλο χέρι, και μου ψιθυρίζεις στ' αφτί: "είμαι το δώρο σου", καθώς ξεκινάς να με φιλάς στ' αφτί, να με δαγκώνεις, καθώς έχεις ξεκινήσει ένα αργό αισθησιακό χορευτικό τρίψιμο πάνω στον καυλωμένο πούτσο μου, με το κοντό λεπτό κορμάκι σου κι εγώ, δεμένος δε μπορώ να κάνω τίποτα. Τα 'χω χάσει. Με φιλάς στο στόμα, μου δαγκώνεις το κάτω χείλος, και μου ψιθυρίζεις: καλή χρονιά μωρό μου! (Συνεχίζεται...)