Ήταν πολύ θυμωμένος μαζί της, για την ακρίβεια ήταν εκτός εαυτού. Συνήθως ήταν ένας άνθρωπος ήπιων τόνων, με μεγάλα αποθέματα υπομονής και κατανόησης. Επέλεγε να λύνει τις διαφορές και τους καυγάδες μέσα από τη συζήτηση, προσπαθώντας να δει τα πράγματα και μέσα από τη σκοπιά του άλλου. Αυτή τη φορά όμως τα αποθέματά του δεν είχαν απλώς εξαντληθεί, ένιωθε πως είχαν καταπατηθεί. Ενώ εκείνος μέρες τώρα όντως είχε κάπως περίεργη συμπεριφορά, με μυστικά τηλεφωνήματα και κρυφά μηνύματα, ουσιαστικά «συνωμοτούσε» με την καλύτερή της φίλη για να της ετοιμάσουν μια ιδιαίτερη βραδιά, ένα πάρτι έκπληξη για να γιορτάσουν μια μεγάλη επαγγελματική της επιτυχία. Το αποτέλεσμα ήταν να του κάνει μια φρικτή σκηνή ζηλοτυπίας, με μάρτυρες όλους τους στενούς τους φίλους και καλεσμένους, οι οποίοι βρίσκονταν κρυμμένοι στο διπλανό δωμάτιο, ως είθισται σε τέτοιου είδους περιστάσεις. Και φυσικά αντί για επιφωνήματα έκπληξης και χαράς, ο χώρος γέμισε από αιχμηρές κατηγορίες, οι οποίες εκτοξεύονταν με τεράστια ταχύτητα, η μία πίσω από την άλλη. Είχαν μείνει όλοι άναυδοι. Η φίλη της εμφανίστηκε με δειλά βήματα από μέσα, προσπαθώντας να περισώσει την κατάσταση , ουσιαστικά προσπαθώντας να την προστατέψει από αυτό το ντελίριο παραλογισμού και τυφλής ζήλιας. Η παρουσία της φίλης της όμως έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Αντικρίζοντάς την και νομίζοντας πως οι υποψίες της είχαν πλέον επιβεβαιωθεί πέρα από κάθε αμφιβολία, τους κατακρεούργησε και τους δύο λεκτικά, χωρίς να τους δίνει το περιθώριο όχι απλώς να μιλήσουν, αλλά ούτε να αναπνεύσουν. Όταν επιτέλους η οργή της στέρεψε από λέξεις, χωρίς να καταλαγιάσει ούτε στο ελάχιστο όμως καθώς τους κατακεραύνωνε με το βλέμμα της, εκείνος, αφού ξερόβηξε για να καθαρίσει τον λαιμό του από όλο το παράπονο που τον έπνιγε τόση ώρα, κατάφερε να πει «Νομίζω πως καλύτερα να φύγετε. Το πάρτι αναβάλλεται». Μπροστά στα έκπληκτα και ντροπιασμένα μάτια της ένας ένας οι καλεσμένοι ξεπρόβαλλαν από την κρυψώνα τους, με εμφανή αμηχανία ψέλλιζαν ένα άτοπο «συγχαρητήρια» και έφευγαν πολύ βιαστικά, εωσότου απόμειναν οι δυο τους.
Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και ζητούσε μάταια να την συγχωρέσει. Δεν τον άγγιζε τίποτα εκείνη τη στιγμή, ένιωθε τόσο άδειος μέσα του. Με την τόσο βίαιη αντίδρασή της ήταν λες και του είχε ξεριζώσει οποιοδήποτε μορφή αγάπης ένιωθε για αυτή. Όχι μόνο δεν τον ένοιαζε που την έβλεπε να σπαράζει στο κλάμα, αλλά ήθελε να την εκδικηθεί, να την πονέσει και να την εξευτελίσει ακριβώς όπως είχε κάνει και εκείνη. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Σκέφτηκε να την αρπάζει από το μπράτσο και κυριολεκτικά να την σέρνει μέχρι την κρεβατοκάμαρα. Να της σκίζει βίαια όλα της τα ρούχα και να την πετάει με δύναμη πάνω στο κρεβάτι. Να δένει επίπονα σφιχτά τους καρπούς της στο κάγκελο του κρεβατιού και να την πηδάει με λύσσα, πρώτα το στόμα της και μετά το μουνί και τον κώλο της, αδιαφορώντας για την δική της ικανοποίηση. Ή καλύτερα φροντίζοντας να μην λάβει εκείνη καμία απολύτως ικανοποίηση. Να της μιλάει με τον πιο χυδαίο τρόπο, να την φτύνει και να βγάζει όλη του την κτηνωδία πάνω της. Να την χύνει στο πρόσωπο και να την αφήνει εκεί όλη τη νύχτα, αιχμάλωτη στα δεσμά της, με τα χύσια του πάνω της. Να την αφήνει έτσι ξεφτιλισμένη και τιμωρημένη μέχρι αύριο.
Αύριο…και αύριο τι? Αν είχαν κατασπαράξει και οι δυο τους ο ένας τις σάρκες του άλλου, αν είχαν φτύσει ό,τι πιο ακατέργαστο φυλούσαν μες στην ψυχή τους ο ένας στα μούτρα του άλλου, δεν θα μπορούσε να υπάρξει αύριο. Βρισκόταν σε ένα σταυροδρόμι και έπρεπε να αποφασίσει προς ποια κατεύθυνση θα προχωρούσε. Την κοίταξε. Τα μάτια της είχαν πρηστεί από το κλάμα. Το βλέμμα της πρόδιδε πως ήδη τιμωρούσε η ίδια τον εαυτό της με απαξιωτικές σκέψεις που αυτομαστίγωναν όλο της το είναι. Ήταν η πρώτη φορά που είχε υποστεί ένα τέτοιο βίαιο ξέσπασμα από πλευράς της, η πρώτη φορά που την είχε δει να εισχωρεί στα άδυτα της τρέλας της και να παρασύρεται στους πιο σκοτεινούς λαβύρινθους του μυαλού της. Την άφησε εκεί μόνη στο σαλόνι, καθισμένη στο πάτωμα, με τα χέρια διπλωμένα γύρω από τα γόνατα της, και βγήκε έξω να πάρει καθαρό αέρα. Βρέθηκε στο πιο κοντινό μπαρ και μπήκε για ένα ποτό, μπας και βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Το αλκοόλ που άρχισε να κυλάει στις φλέβες του λειτούργησε πυροσβεστικά και μετρίασε το θυμό του. Το αίσθημα της αδικίας εξακολουθούσε να τον κυριεύει και μάταια αναζητούσε μια απάντηση για το τι πυροδότησε αυτή τη μανιώδη λαίλαπα που εξαπολύθηκε προς το μέρος του. Δεν της είχε δώσει ποτέ το δικαίωμα να αμφισβητήσει την αφοσίωση του σε εκείνη κι όμως του φέρθηκε σαν να ήταν ο τελευταίος ξεφτίλας, τον κουρέλιασε λες και ήταν ένας τελειωμένος, ένα άνανδρο ανθρωπάκι που απλώς την γλένταγε, λες και ήταν ο… Και τότε όλα ξεκαθάρισαν μέσα του. Έγινε μια έκρηξη διαύγειας και επιτέλους κατάλαβε ποια σκιά του παρελθόντος αναδύθηκε και ανακίνησε τραύματα βαθιά όχι πλήρως επουλωμένα προφανώς, ποιες αγωνίες ξύπνησαν από βαθύ ύπνο και τρανωμένες από τον πολύχρονο λήθαργο και πεινασμένες εφόρμησαν σαν όρνια κατά πάνω του.
Επέστρεψε σπίτι και την βρήκε καθισμένη ακριβώς στο ίδιο σημείο που την είχε αφήσει, με την ίδια ακριβώς στάση σώματος, με τα ίδια πρησμένα μάτια και την ίδια αυτομομφή. Την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Το κορμί της ήταν άβουλο, ακολουθούσε σαν άψυχη κούκλα. Το βλέμμα της άδειο, χαμένο σε βαλτοτόπια που την κατάπιναν σιγά σιγά μέχρι να την εξαλείψουν ολοκληρωτικά, Κι εκείνη δεν πάλευε καν να κρατηθεί από κάπου, είχε αποδεχτεί αδιαμαρτύρητα τον αφανισμό της, γιατί αυτό πίστευε πως της άξιζε. Την έγδυσε και την ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ακινητοποίησε τους καρπούς των χεριών της στο κάγκελο του κρεβατιού με ένα μεταξένιο ύφασμα, όχι πολύ σφιχτά. Ήρθε από πάνω της και δεν έφυγε από κοντά της μέχρι που ήρθε το ξημέρωμα. Όλη τη νύχτα λάτρεψε κάθε σημείο του κορμιού της, σαν να ήθελε να επαναφέρει την ζωή σε κάθε κύτταρο της ξεχωριστά, σαν να ήθελε να δώσει πνοή σε κάθε πόρο της ύπαρξής της. Με τα αγγίγματά του προσπαθούσε να επαναφέρει στο κορμί της όλες τις υπέροχες μνήμες που τις είχε χαρίσει όλα αυτά τα χρόνια, όλες τις συγκινήσεις και ηδονές που τις είχε προσφέρει. Ήθελε να δει ξανά μες στα μάτια της να σπινθηροβολά αυτή η άσβεστη φλόγα που τον είχε μαγέψει εξ αρχής. Ήθελε να την δει να αποδεσμεύεται από ό,τι την στοίχειωνε, να γαληνεύει και να χαμογελά ικανοποιημένη. Και δεν σταμάτησε μέχρι να το καταφέρει…