Με την Αναστασία είχαμε πάντα καλές σχέσεις. Ήταν από τις αγαπημένες μου εξαδέλφες - πρώτη από το σόι της μητέρας - και όταν βρισκόμασταν στα διάφορα οικογενειακά Κυριακάτικα τραπέζια στο χωριό, βρίσκαμε πάντα λίγο χρόνο να τα πούμε. Έγώ λίγο μεγαλύτερος και με κάποια παραπάνω εμπειρία, έκανα τον εξομολόγο της σε διάφορες φάσεις της ζωής της.
Ήξερα όλα της τα μυστικά. Τις μεγάλες αγπάες, τους μεγάλους έρωτες, τα λάθη και …τα βίτσια.
Ναι, ήξερα και αυτό.
Ένα βράδυ λοιπόν βρεθηκαμε τυχαία στο ίδιο μπαράκι. Εγώ για επαγγελματικό ραντεβού κι εκείνη με τον υποψήφιο γκόμενο.
Έναν απ τους πολλούς που έπαιζε…
Σε κάποια στιγμή έφυγε ο ξενέρωτος ο δικός της και γίναμε μια παρέα. Το ραντεβού το δικό μου ήρθε και το πήρε - στο δεύτερο μπουκάλι κρασί- η αραβωνιαστικιά του.
Μετά ήρθαν τα δεύτερα τυριά και ακολούθησε και τρίτο μπουκάλι. Πέρασε η ώρα και την πήγα σπίτι. Φοιτήτρια στο τελευταίο έτος εκείνη και το σπίτι καινούριο.
''Έλα να το δεις και να μου πεις τη γνώμη σου για το μαύρο σατέν σεντόνι που πήρα…''
Τρελό κορίτσι ήταν πάντα η Αναστασία και όχι δεν μπορούσες να της πεις με τίποτα.
Ανέβηκα σπίτι της και μπήκα σε μια καταπληκτική γκαρσονιέρα που σε όλα τα μήκη και πλάτη της μύριζε…σεξ!
Ένα απίστευτο μαύρο σατέν σεντόνι σκέπαζε το κρεβάτι.
Σχεδόν με έγδυσε σε χρόνο dt όπου t τείνει στο 0.
Και το φιλί της ήταν σαν το πρώτο δάγκωμα της Εϋας στο μήλο…
Αρρώστησα! Σάπισα με τη μια παντού στο κορμί μου και με όλη τη δύναμη της ψυχής μου προσπαθούσα να γλείψω την δική της ψυχή καθώς είχα πέσει σε παράνοια πάνω στην κλειτορίδα της…
Σπαρταρούσε κάτω απ τη γλώσσα μου κι εγώ ένας άθλιος, αδίστακτος δήμιος που απολάμβανε το έργο του.
Δεν θυμάμαι τίποτα παρά μόνο τις τύψεις….
Πέρασαν μήνες μέχρι που ξαναβρεθήκαμε σα να μην έγινε τίποτε απολύτως.
Δεν ξέρω τι, αλλά μάλλον έφταιγε εκείνο το ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗ του porto carras...