Μπήκε στο αυτοκίνητο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Τα μάτια της γυάλιζαν από την έξαψη. Ένιωθε τον παλμό της να διατυμπανίζει πόσο ερεθισμένη ήταν ακόμα από όλα όσα είχαν προηγηθεί. Το κόκκινο κραγιόν που φορούσε στα χείλη της έδινε την αυτοπεποίθηση που της ήταν απαραίτητη για να φέρει εις πέρας την αποστολή της. Αν και στοιχειωδώς καλυμμένη από την καπαρντίνα, ένιωθε εντελώς γυμνή και εκτεθειμένη. Αγωνιούσε για το τι της επιφύλασσε η συνέχεια. Έβαλε μπροστά τη μηχανή του αυτοκινήτου και ξεκίνησε. Το GPS της έδινε κοφτές οδηγίες, ακριβώς όπως εκείνος. Σκέφτηκε να κάνει αναστροφή και να γυρίσει σπίτι της, να φορέσει ένα φόρεμα τουλάχιστον, αλλά η βούληση της είχε παραλύσει και υπάκουε μόνο στη φωνή του πλοηγού: «Σε 500 μέτρα στρίψτε αριστερά. Συνεχίστε ευθεία. Σε 2,2 χιλιόμετρα στρίψτε δεξιά. Στον κυκλικό κόμβο βγείτε στην πρώτη έξοδο. Σε 200 μέτρα στρίψτε δεξιά. Φτάσατε στον προορισμό σας».
Βρισκόταν έξω από ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Όλη η ανησυχία της διαλύθηκε στη στιγμή! Προφανώς εκείνος βρισκόταν ήδη σε κάποιο από τα δωμάτια και την περίμενε. Εντάξει δεν ήταν τελικά και τόσο τρομερό που απλώς οδήγησε με τα εσώρουχα και την καπαρντίνα. Πέρασε μέσα από την στριφογυριστή είσοδο και κατευθύνθηκε προς τη ρεσεψιόν. Την υποδέχτηκε μια χαμογελαστή υπάλληλος. Εκείνη είπε το επίθετό της και πρόσθεσε πως μάλλον έχει γίνει μια κράτηση στο όνομά της. Η υπάλληλος συμβουλεύτηκε τον υπολογιστή της και αποκρίθηκε: «Σας περιμένουν στο roof garden του ξενοδοχείου μας όπου λειτουργεί το bar-restaurant. Οι ανελκυστήρες βρίσκονται στα δεξιά σας. Καλή διασκέδαση». Από τη σαστιμάρα της έμεινε εκεί ακίνητη και κοιτούσε το πρόσωπο της υπαλλήλου, σαν να ήθελε να διακρίνει αν ήταν πραγματική ή κάποιο ολόγραμμα προγραμματισμένο να της κάνει φάρσα. «Χρειάζεστε κάτι άλλο;» Η φωνή της υπαλλήλου την επανέφερε στην πραγματικότητα. Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά και προχώρησε προς τους ανελκυστήρες. Τα χέρια της είχαν παγώσει. Ήλπιζε τουλάχιστον να την περίμενε επάνω, μαζί του θα ένιωθε σίγουρα μεγαλύτερη σιγουριά. Οι πόρτες του ανελκυστήρα άνοιξαν και η βοή του κόσμου που ερχόταν από το βάθος έκαναν το στομάχι της να σφιχτεί. Πολύς κόσμος… Ένας εξίσου ευγενικός και χαμογελαστός υπάλληλος την υποδέχτηκε και στο άκουσμα του ονόματός της, την οδήγησε στο τραπέζι της. «Θέλετε να πάρω το πανωφόρι σας», την ρώτησε και άπλωσε τα χέρια του. «Όχι, όχι, ευχαριστώ», αναφώνησε έντρομη και έσφιξε τα χέρια γύρω από την κοιλιά της για να σιγουρευτεί πως δεν θα της άρπαζε το μοναδικό ένδυμα που την προστάτευε από την προσβολή της δημόσιας αιδούς. Το τραπέζι ήταν στρωμένο για έναν. Δεν ήρθε κανείς να της πάρει παραγγελία. Έβγαλε το κινητό από την τσάντα της. Μηνύματα και κλήσεις από φίλους και συγγενείς, αλλά από κείνον, τίποτα. Ο σερβιτόρος κατέφθασε με το δείπνο της. Ένα δείπνο που είχε αποφασιστεί για εκείνη από κάποιον άλλον, όπως άλλωστε συνέβαινε όλη μέρα από την ώρα που ξύπνησε. Δεν ήταν απογοητευτικό όμως, αντιθέτως όπως ακριβώς το ήθελε. Ελαφριά πράσινη σαλάτα, ζεστή σούπα βελουτέ και το αγαπημένο της fingerfood. Και φυσικά κόκκινο κρασί. Ήταν ώρες νηστική και σίγουρα χρειαζόταν φαγητό. Δεν ήθελε όμως και να φάει κάτι βαρύ, ο οργανισμός της δεν το σήκωνε εκείνο το βράδυ. Ό,τι βρισκόταν λοιπόν μπροστά της ήταν η ιδανικότερη εκδοχή που θα μπορούσε να φανταστεί. Η τροφή που πυροδότησε το σώμα της με ενέργεια και το κρασί που κοίμιζε σιγά σιγά τις ανασφάλειές της τη βοήθησαν να χαλαρώσει. Αποφάσισε να απολαύσει το παιχνίδι χωρίς άλλους ενδοιασμούς. Ολοκλήρωσε το δείπνο της και μαζί με τα άδεια πιάτα ο σερβιτόρος πήρε και τις αναστολές της. Πλέον καθόταν με ίσια την πλάτη και στητούς τους ώμους. Απολάμβανε το κρασί της και αναπολούσε τα τέσσερα χέρια που την περιποιήθηκαν. Δάγκωσε ελαφρά τα χείλη της καθώς έδινε άλλη πλοκή στην εμπειρία της. Στη φαντασία της τώρα ο επαγγελματισμός αντικαταστάθηκε από αισθησιασμό, οι μαλάξεις από χάδια διερευνητικά, οι φραγμοί από ερωτικά καλέσματα, η σιωπή από αναστεναγμούς και η ακινησία από δονήσεις… Δονήσεις τόσο δυνατές που ξέφευγαν από τη φαντασία της και έφταναν μέχρι εδώ στο τραπέζι της. Εστίασε το βλέμμα της και συνειδητοποίησε πως ήταν η δόνηση του κινητού της. Μόλις είχε λάβει ένα γραπτό μήνυμα. Επιτέλους, ήταν από εκείνον. Το άνοιξε με περιέργεια και ανυπομονησία. Δεν έκανε πια σενάρια για το ποια μπορεί να ήταν η επόμενη του διαταγή. Η εμπιστοσύνη της σε αυτόν είχε πλήρως αποκατασταθεί και ένιωθε σίγουρη πως δεν θα την υπέβαλλε σε κάτι το οποίο θα υπερέβαινε την ελαστικότητα και αντοχή των ορίων της. «Ο τύπος με το γκρι κουστούμι που κάθεται στο μπαρ σε γδύνει με τα μάτια του εδώ και ώρα. Φρέσκαρε το κραγιόν στα λαχταριστά χείλη σου και πήγαινε να κάτσεις δίπλα του». Τα μάτια της άστραψαν και χρειάστηκε ελάχιστα δευτερόλεπτα για να σκανάρει ολόκληρη την αίθουσα. Ήταν εκεί! Όλη αυτή την ώρα ήταν εκεί και την παρακολουθούσε! Πού ακριβώς όμως. Όσο κι αν προσπάθησε, απέτυχε να διακρίνει τη μορφή του. Η ματιά της έλεγξε έναν προς έναν τους θαμώνες του εστιατορίου. Ήταν μάταιο να συνεχίσει την προσπάθεια, το ήξερε καλά. Όταν αυτός καταπιανόταν με κάτι, φρόντιζε να το φέρεις εις πέρας με μια αριστοτεχνική τελειότητα. Αφού ήθελε να παραμείνει αφανής, δεν υπήρχε τίποτα ικανό να εκτροχιάσει τα σχέδιά του. Πήρε βαθιά ανάσα και ανανέωσε το μακιγιάζ της όπως της είχε υποδείξει. Σηκώθηκε, ίσιωσε την καπαρντίνα της και στράφηκε προς το μπαρ. Το βλέμμα της έπεσε αμέσως πάνω στον άντρα που της περιέγραψε. Παρόλο που καθόταν καταλάβαινε κανείς πως το ανάστημά του ήταν αρκετά πάνω του μετρίου, όχι τόσο όμως ώστε να αποβεί άχαρο. Αντιθέτως το σώμα του φαινόταν δεμένο και απέπνεε σιγουριά. Τα μαλλιά του ελαφρώς γκριζαρισμένα και το πρόσωπο σκανδαλωδώς νεανικό, λες και αρνιόταν να μεγαλώσει. Η ματιά του ωστόσο, η οποία τόση ώρα ήταν προσηλωμένη επάνω της, ανήκε σίγουρα σε έναν έμπειρο άνδρα, έναν άνδρα που ξέρει τι θέλει και κυρίως πώς να το αποκτήσει. Στάθηκε για λίγο όρθια και χάζευε τις αντιθέσεις του, ξεχείλιζε ολόκληρος αρρενωπότητα, την οποία εξισορροπούσε η έμφυτη γλυκύτητα των χαρακτηριστικών του. Εξέπεμπε αυτοπεποίθηση, χωρίς να δείχνει αλαζονικός. Το βλέμμα του ήταν κοφτερό και γεμάτο ένταση, ωστόσο στις κινήσεις του κυριαρχούσε η ηρεμία. Ακόμα μια βαθιά ανάσα και λίγα αποφασιστικά βήματα χρειάστηκαν για να βρεθεί δίπλα του. Βολεύτηκε στο σκαμπό, τακτοποίησε όσο καλύτερα μπορούσε το μπροστινό άνοιγμα της καπαρντίνας της και ανέσυρε ένα τσιγάρο από την ταμπακιέρα της. Φαντάστηκε πως τα επόμενα δευτερόλεπτα θα ακολουθήσει η χιλιοπαιγμένη κινηματογραφική σκηνή όπου ο γοητευτικός άγνωστος προσφέρει τη φωτιά του προτού η ηρωίδα προλάβει καν να αναζητήσει τα σπίρτα ή τον αναπτήρα της. Για άλλη μια φορά όμως η φαντασία της διαψεύστηκε. «Λυπάμαι πολύ αλλά δεν επιτρέπεται το κάπνισμα εδώ μέσα», την επανέφερε απότομα στην πραγματικότητα η φωνή του μπάρμαν. Δόνηση ξανά, το κινητό της, μήνυμα: «Αγνόησέ τον, εσύ άναψέ το». Αυτή τη φορά δεν μπήκε καν στον κόπο να τον αναζητήσει. Είχε γίνει η τέλεια παρτενέρ σε αυτό το χορογραφικό ντελίριο εξουσίας και άρσης των κανόνων. Χωρίς δεύτερη σκέψη στερέωσε το τσιγάρο στα χείλη της και έσκυψε πάνω από ένα ρεσό που σιγόκαιγε μπροστά της.
Συνεχίζεται…