Με ελαφρώς ασταθή βήματα έφτασε μέχρι το δωμάτιο. Παρόλο που η γνωριμία της με τον γοητευτικό άγνωστο αποδείχτηκε κατώτερη των προσδοκιών της, αυτό δεν μείωσε στο ελάχιστό την ερωτική της δίψα. Από την ώρα που ξύπνησε, αργά και μεθοδικά, ο άντρας της την προκαλούσε και την έσπρωχνε κάθε φορά και ένα βήμα πιο πέρα από τα όριά της. Το γεγονός όμως πως καθ’ όλη τη διάρκεια η διακριτική παρουσία του την προστάτευε, αυτό είχε ως αποτέλεσμα να μπορέσει να αφεθεί χωρίς να υψώσει το τείχος της λογικής και των πρέπει. Την ήξερε πάρα πολύ καλά και δεν θα την ανάγκαζε ποτέ να εκτεθεί σε τέτοιο βαθμό, που αντί να της επιτρέψει να απελευθερωθεί, θα την έκανε να αποτραβηχτεί και να αποσυρθεί. Τόσα χρόνια μαζί είχε νιώσει τους κρυφούς της πόθους, τις ανομολόγητες επιθυμίες της και τώρα πίστευε πως ήταν έτοιμη να εισχωρήσει στα άδυτα των φαντασιώσεών της και να αρχίσει να τις γνωρίζει από κοντά.
Η πόρτα του δωματίου ήταν μισάνοιχτη. Κεριά παντού αναμμένα και απαλή μουσική. Από πού ακριβώς ερχόταν, δεν μπόρεσε να το προσδιορίσει. Έκλεισε την πόρτα και απαλλάχτηκε επιτέλους από την καπαρντίνα. Το δέρμα της ασφυκτιούσε πλέον εκεί μέσα. Το βλέμμα της έπεσε πάνω στο κρεβάτι. Κάτι μαύρο διατάρασσε την λευκότητα των κλινοσκεπασμάτων. Πλησίασε και είδε τοποθετημένη πάνω στο μαξιλάρι μια μαύρη βελούδινη μάσκα. Και δίπλα, όπως ήταν φυσικό, ο γνωστός λευκός φάκελος. «Φόρεσέ την και μην την βγάλεις ό,τι κι αν συμβεί. Υ.Γ. Εγώ είμαι εδώ!» Χαμογέλασε. Δεν ήξερε τι είχε πάλι στο μυαλό του και γιατί δεν ήταν ακόμα εδώ, αλλά ήξερε πως αν χρειαζόταν, την κατάλληλη στιγμή, θα ήταν εκεί για να παρέμβει. Έφερε τη μάσκα στο ύψος των ματιών της και την έδεσε με προσοχή γύρω από το κεφάλι της. Δεν μπορούσε να δει απολύτως τίποτα. Ψηλαφώντας με τα χέρια, ανέβηκε πάνω στο κρεβάτι, ξάπλωσε και περίμενε. Η πόρτα άνοιξε και ένας απόηχος βημάτων έφτασε στα αυτιά της, καθώς η έντασή τους πνιγόταν στην επιφάνεια της παχιάς μοκέτας.
«Γύρισε μπρούμυτα» ακούστηκε η φωνή του από απόσταση, επιτέλους η φωνή του, που όλη μέρα λαχταρούσε να την ακούσει. Συμμορφώθηκε αμέσως στο πρόσταγμά του. Και τότε… δυο μικρά απαλά χέρια βρέθηκαν στην πλάτη της. Τινάχτηκε και πάλι από έκπληξη, όπως και κατά τη διάρκεια του μασάζ, όταν ένιωσε την πληθώρα των αγγιγμάτων. Τα γυναικεία χέρια κατηφόρισαν προς το κούμπωμα του σουτιέν της, το άνοιξαν και της το αφαίρεσαν, ακριβώς την ώρα που δυο μεγαλύτερα στιβαρά χέρια αφαιρούσαν την υπόλοιπη υποτυπώδη ενδυμασία της. Και τότε τα 2 ζευγάρια χέρια έγιναν πλοκάμια, την περικύκλωσαν, την αιχμαλώτισαν, την κυρίευσαν, πραγματοποίησαν ότι είχαν αφήσει ανολοκλήρωτο κατά την προηγούμενη συνάντησή τους, εισχώρησαν παντού. Γλώσσες γεύτηκαν και βασάνισαν. δάχτυλα σύρθηκαν και εξερεύνησαν, κορμιά μπλέχτηκαν και μπερδεύτηκαν σε διαφορετικούς σχηματισμούς, υπακούοντας πάντοτε τις οδηγίες του. Σαν διευθυντής ορχήστρας διηύθυνε με επιδεξιότητα και σιγουριά τις κινήσεις τους, τις ανάσες τους, τις παύσεις τους και τις εξάρσεις τους.
Μετά από ώρες αποσύρθηκαν σαν κύματα από πάνω της και χάθηκαν πέρα από τον ορίζοντα. Εκείνη αποκαμωμένη, κορεσμένη μεν αλλά και ελαφρώς ψυχικά εκτεθειμένη και εύθραυστη, παρέμεινε ακίνητη. Εκείνος την πλησίασε, της έλυσε απαλά τη μάσκα, την πήρε από το χέρι και την οδήγησε στο ντουζ. Έπιασε τα μαλλιά της με ένα λαστιχάκι, έφτιαξε το νερό στη σωστή θερμοκρασία και με αργές απαλές κινήσεις την έκανε μπάνιο. Άφησε το νερό επίτηδες να τρέξει λίγη παραπάνω ώρα πάνω της, να τη βοηθήσει να βρει τον ρυθμό της ανάσας της, να χαλαρώσει τις αμφιβολίες της, να καθαρίσει την ντροπή της. Το ίδιο απαλά την σκούπισε, την σήκωσε στα χέρια του και την οδήγησε και πάλι στο κρεβάτι. Ήρθε από πάνω της, την κοίταξε στα μάτια, της χάιδεψε το πρόσωπο, την φίλησε και της έκανε έρωτα. Έναν έρωτα που τη βοήθησε να επαναπροσδιορίσει τα όριά της, να ξαναβρεί τον εαυτό της και να της υπενθυμίσει πως αυτός ήταν εκεί για εκείνη, πάντα…