logo

ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ

petath Αθήνα
03/01/2024 20:09

Ήταν Αύγουστος του 1999, κι εγώ, φοιτητής τότε, δούλευα γκαρσόνι σε καφετέρια στο Γκάζι. Ζόρικα ωράρια, πολύ δουλειά και πολλή κούραση. Είχα κάνει ένα φιλαράκι (τον Τάσο), τακτικό θαμώνα, 4-5 χρόνια μεγαλύτερος μου, πολύ φραγκάτος. Ερχόταν συχνά, άλλοτε με γυναίκες, άλλοτε μόνος του και μου έπιανε πάντα την κουβέντα. Μου διηγιόταν τις περιπέτειες του με διάφορες γκόμενες που γνώριζε στα επαγγελματικά ταξίδια του (γιός μεγαλοβιομήχανου). Μιά Πέμπτη βράδυ μου λέει: «Ρε συ, αγόρασα ιστιοπλοϊκό 10μετρο, ολοκαίνουργιο. Το έχω στο Λαύριο. Γουστάρεις να πάμε κρουαζιέρα στην Μύκονο? Θα γαμήσουμε ότι κινείται! Με τέτοιο σκάφος, σίγουρη δουλειά!”. Του λέω: “Δηλαδή να πάμε στη Μύκονο με τα πανιά? Πώς θα το οδηγήσουμε?” Μου λέει: “έχω δίπλωμα ρε, είμαι skipper! Μη μασάς! Δε θα πληρώσεις μία, δωρεάν διακοπές. Θα δέσουμε στο λιμάνι 2 μέρες, το βράδυ θα κοιμόμαστε στο σκάφος. Θα ανεβάζουμε τις γυναίκες το βράδυ και θα τις κατεβάζουμε το πρωί. Παρέα ψάχνω. Μόνο θα με βοηθήσεις λίγο στο ταξίδι με την πλοήγηση γιατι δε μπορώ να τα κάνω όλα μόνος μου. Ξέρεις, να τραβήξεις κανα κάβο, να κρατήσεις λίγο τιμόνι να ξεκουράζομαι κι εγώ λίγο, απλά πράγματα”. “Μέσα!” του λέω. Πράγματι προς τα τέλη Αυγούστου, σκαρφίστηκα μιά δικαιολογία για να λείψω απο τη δουλεία 5 μέρες, και Παρασκευή πρωί ήμουν στο Λαύριο. Το σκάφος εντυπωσιακό. Για μιά στιγμή ένιωσα μεγιστάνας! Ανεβαίνω πάνω, μου φάνηκε οτι κούναγε λίγο αλλά δεν έδωσα σημασία, και με τις οδηγίες του “skipper” σαλπάραμε με πλώρη για Μύκονο. Οι ώρες περνούσαν και έβαλε μποφώρια. Το σκάφος κούναγε πολύ. Λέω του φίλου “ρε Τάσο καλά πάμε?” “Nαί ρε, μη φοβάσαι, έχεις τον καλύτερο καπετάνιο!” μου λέει. “Και πως καταλαβαίνεις ποιά είναι η σωστή πορεία?” του λέω. “Έχω χαράξει πορεία στους χάρτες ρε” μου λέει. “Με τους χάρτες και την πυξίδα κινούνται τα πλεούμενα εδώ και αιώνες!”. Εγώ εφησυχασμένος, αγνάντευα τον ορίζοντα με προσμονή. Οι ώρες περνούσαν, ο καιρός όλο και χειροτέρευε, ο Τάσος κουράστηκε να κρατάει το τιμόνι και μου λέει “έλα λίγο να κρατήσεις γιατι κουράστηκα”. “και προς τα πού να το κατευθύνω?” τον ρωτάω. “Να κρατας το τιμόνι ωστε ο δείκτης της πυξίδας να μην ξεφύγει από αυτή τη γραμμή” μου απαντάει και μου δείχνει μια γραμμή στην πυξίδα. “Έγινε!” του λέω και έπιασα το τιμόνι. Η ώρα περνούσε, είχε και κύμα, που να μείνει ο δείκτης στη γραμμή...καμια ώρα μετά, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Mου φέρνει ο Τάσος μια μπύρα και μου λέει: “Άντε, άξιος τιμονιέρης! Τα βλέπεις εκείνα τα φώτα? Η Μύκονος είναι. Γυναίκες ερχόμαστε! Άντε ξεκουράσου, αναλαμβάνω εγώ απο εδώ και πέρα.”. Είχε πιά νυχτώσει όταν μπήκαμε στο λιμάνι. Δέσαμε, και εγώ, όλο καμάρι, κατέβασα την inox πασαρέλα και αποβιβάστηκα στο μόλο με αγέρωχο βλέμμα, σαν άλλος Κολόμβος. Λέω του Τάσου “πάω μια στο ψιλικατζίδικο να πάρω ένα τηλέφωνο σπίτι, να τους πω ότι φτάσαμε!”. Μπαίνω στο μαγαζί, ήταν μια κοπελίτσα κούκλα στο ταμείο, υπέθεσα οτι με είχε δεί να κατεβαίνω απο το χλιδάτο σκάφος, της λέω με αυταρέσκεια “πολύ καλησπέρα σας, θα μπορούσα να κάνω ένα τηλεφώνημα?”. Μου χαμογελάει, μου λέει “φυσικά!”. Παίρνω τον αριθμό, το σηκώνει η μάνα μου. “Έλα μάνα, όλα καλά, μόλις φτάσαμε Μύκονο!”. Βλέπω την πιτσιρίκα, κούναγε χέρια, μου έκανε νοήματα και κάτι έλεγε χαμηλόφωνα. Λέω “μάνα κάτσε ένα λεπτο!” και κοιτάω με απορία την πιτσιρίκα. “ΠΑΡΟ!” μου λέει με ανήσυχο ύφος. “Στην ΠΑΡΟ είστε!”.

Comments (0)