Πριν λίγο καιρό, ήμουν Αθήνα σε ένα μπαράκι, σχετικά κοντά στο σπίτι μου. Κόσμο πολύ δεν είχε, οπότε ήταν χαλαρά. Ήταν λοιπόν εκεί μια τύπισσα, με γκρίζα μαλλιά, που έδειχνε μεγάλη. Έπινε αρκετά, κέρναγε και το μαγαζί, την κέρναγαν κι αυτοί, οπότε σε κάποια φάση κερνάει και μένα. Άλλωστε ο μόνος άλλος πελάτης ήμουν εκεί. Με κέρασε ένα ποτό, (αφού είχα ήδη πιει ένα), 4-5 σφηνάκια, άλλα 2 από το μαγαζί, με έκανε λίγο «κουδούνι», αλλά αυτή ήταν περισσότερο. Καθώς κουβεντιάζαμε, μου είπε ότι είναι 60 χρόνων, ανύπαντρη και χωρίς παιδιά και ζούσε από τη σύνταξη του θανόντος πατέρα της σε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά στο σπίτι μου. Εμφανισιακά δεν έλεγε πολλά… Κοντούλα ήταν, με γκρίζα μαλλιά όπως γράφω πιο πριν, με αρκετές ζάρες στο πρόσωπο, λίγο βαριά φωνή λόγω τσιγάρου, λεπτό σώμα και μικρό στήθος. Κάποια στιγμή, αφού ήμουν ντίρλα όπως προανέφερα, αποφασίζω να φύγω, αλλά όντας συνηθισμένος σε (τέτοιο τουλάχιστον) πιώμα, είχα κανονικό, για την κατάστασή μου τουλάχιστον, βήμα. Μου ζητάει λοιπόν η τύπισσα να την πάω σπίτι της, γιατί δεν ένιωθε πολύ καλά… Δέχομαι κι εγώ, άλλωστε σχεδόν στο δρόμο μου ήταν. Περπατώντας, κάπως καθάριζε το μυαλό μας και νιώθαμε καλύτερα. Όταν φτάσαμε σπίτι της, έψαξε στην τσάντα της τα κλειδιά της, αλλά ούσα σουρωμένη ακόμα, δεν τα έβρισκε, οπότε μου λέει «Μπορείς να τα βρεις;». Της λέω «Να ψάξω την τσάντα σου;». Μου λέει «Ναι μωρέ, σιγά τα απόρρητα που έχω». Ψάχνω λοιπόν και τα βρίσκω εύκολα. Ανοίγω την αυλή και τη βοηθάω να ανεβεί και τα σκαλιά της εισόδου, ανοίγω και την πόρτα τη βάζω μέσα, μου λέει «Ευχαριστώ μικρέ μου», «Δεν κάνει τίποτα της λέω, εγώ ευχαριστώ για τα τόσα κεράσματα», οπότε μου δίνει ένα φιλί στο μάγουλο. Μου άρεσε ομολογώ… Μου λέει «Μπορείς να μου κατεβάσεις το φερμουάρ;». Της το κατεβάζω λοιπόν κι όπως έπεσε το φόρεμα, βλέπω ένα πολύ ωραίο λεπτό σωματάκι με 2 ρωγούλες για βυζάκια μέσα από το δαντελένιο μπεζ σουτιέν και ένα ωραίο κιλοτάκι, που κάλυπτε το κωλαράκι και το μουνάκι της. Χωρίς να το καταλάβω, της λέω «Ωραία είσαι». «Σου αρέσω αγοράκι μου;» μου λέει. Για πότε της έβγαλα και τα εσώρουχα και γδύθηκα κι εγώ δεν πήρα χαμπάρι. Κουτουπωθήκαμε και όλη τη νύχτα γαμιόμασταν. Τα πάντα κάναμε… 69, στοματικά, θηλασμό, γλειψίματα, έκατσε στο πρόσωπό μου, κι εγώ στο δικό της, την πήρα από πίσω, μπρος… Αφού κοιμηθήκαμε και ξυπνήσαμε, μου λέει «Μωρό, νιώθω χάλια από τα ποτά. Πάμε στο μπάνιο;». «Πάμε» της λέω. Δεν μπορούσε να σηκωθεί όμως, οπότε την πήρα αγκαλιά και την πήγα στην μπανιέρα. Την έβαλα μέσα, μπήκα κι εγώ, την έπλυνα και όπως πλενόμουν κι εγώ, συνήλθε και μου πήρε μια ωραιότατη πίπα. Σηκώθηκε, το κάναμε πάλι λίγο μπρος και πίσω και βγήκαμε να ντυθούμε. Καθίσαμε, κι όπως πίναμε καφέ μου λέει «Μικρέ, έφτασα 60 χρόνων για να γίνω γυναίκα, αλλά άξιζε τον κόπο. Τέτοια φροντίδα πού θα την έβρισκα; Σε θέλω για πάντα». «Δικός σου για πάντα» της λέω. Σας ευχαριστώ που διαβάσατε μια ακόμα φαντασίωσή μου… Αν δεν τη διαβάσατε πάλι ευχαριστώ, γιατί η πραγματικότητα μετράει…