logo

ο Χρήστος

BoxBoy , 28 Θεσσαλονίκη
06/12/2017 21:46

Καλοκαίρι 2014 . Στον Χρήστο άρεσαν οι ήχοι του καλοκαιριού, του άρεσε να κάθετε στην σκηνή του , μεσημέρι, και να ακούει τα τζιτζίκια ενώ παράλληλα προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στο βιβλίο του. Ήταν περίεργος ο Χρήστος. Τα απογεύματα συνήθιζε να πηγαίνει στην παραλία κατά τις 6-7 που ο ήλιος ήταν έτοιμος να ξεκινήσει να πέφτει. Το νερό δροσερό , κρύωνε κατά κύριο λόγο λίγο πιο αργά, αφού πλέον ο ήλιος είχε σχεδόν χαθεί.

Πέρασε λοιπόν, σχεδόν ένα ολόκληρο καλοκαίρι , και μόλις δύο μέρες σαν χθες από τον ξακουστό δεκαπενταύγουστο του Αυγούστου, και ο Χρήστος ήταν ακόμα εκεί, μεσημέρι στην σκηνή του, προσπαθόντας να διαβάσει το αγαπημένο του βιβλίο σε συνδιασμό με τον αγαπημένο του ήχο. Αυτήν την φορά όμως, το βιβλίο δεν αποτελούσε κάτι άλλο πέραν από ένα διακοσμητικό στοιχείο, διότι κάθε λέξη που διάβαζε ο Χρήστος συνοδευόταν και από μία σκέψη ξεχωριστή από το βιβλίο τούτο. "Ο Ζακ Σονιέρ είναι νεκρός;" διάβασε ο Χρήστος, "όχι εγώ είμαι νεκρός", συμπλήρωσε στην σκέψη του ο ίδιος. "Γιατί δεν μπορώ;"... "Γιατί δεν μπορώ να ξεκολλήσω από δαύτην;" συνέχιζε να σκέφτεται ο Χρήστος.. προσπαθόντας να συγκεντρωθεί ξανά από την αρχή στο βιβλίο του. Ένιωθε νεκρός, γιατί χάθηκε εκείνη η μαυρομάλλα τύπισα που γνώρισε πριν 2 μέρες. Χάθηκε και δεν θα μάθει ποτέ το όνομα της. Μεσάνυχτα 15 Αυγούστου 2017.

Πέρασε από την πόρτα, και ο ήχος της μουσικής άρχισε να αυξάνεται απότομα στα αφτιά της. Φορούσε ένα κόκκινο φόρεμα σχεδόν ολόσωμο ίδιο χρώμα με τα υπέροχα σαρκώδη χείλη της, οι πλάτες γυμνές, τα πόδια ξυπόλητα και μόνο ένα μικρό μαύρο τσαντάκι, σαν πορτοφόλι ένα πράγμα στο δεξί της χέρι. Με το που εισέρχεται στο μαγαζί ρίχνει μία ματιά προς το μπαρ, μέσα δούλευε ένας κύριος με έντονη τριχοφυΐα στο πρόσωπο του, αυτή ήταν το πρώτο πράγμα που που αντίκρισε αυτός και της έκλεισε το μάτι επιτόπου. Αυτή του χαμογέλασε και πλησίασε με βήμα αυτοπεποίθησης προς τα εκεί.

- Καλησπέρα κούκλα, τι κάνεις;

- Γεια σου, ένα κοκτέιλ κοσμοπόλιταν θα ήθελα, του λέει και γυρνάει από την άλλη αμέσως.

Χαζεύει την πίστα , γεμάτη κόσμο, και βγάζει αμέσως να καπνίσει ένα τσιγάρο.

- Με συγχωρείτε , αλλά μπορώ να αφήσω το τσαντάκι μου στο μπαρ για να πάω να χορέψω;

του λέει με το που ξαναγυρνάει να παραλλάβει το ποτό της.

- Μα και βέβαια , της απαντάει ο μπαρμαν με ένα ύφος γεμάτο πονυριά.

Απομακρύνεται από το μπαρ και πάει στην πίστα να διασκεδάσει. Καθώς χορεύει, νιώθει ένα χέρι να την αγκαλιάζει. "Μακάρι αυτό να ήταν αγκαλιά " σκέφτεται και γυρνάει να δει τι συμβαίνει. Κοιτάει το παλικαράκι που την αγκαλιάζει στα μάτια και συνεχίζει να χορεύει, σαν να γίνει την έγκριση ότι όλα είναι καλα. Ενώ κουνιέτε με τον ρυθμό , απολαμβάνοντας την μουσική αλλά και τον χορό του νεαρού, ξεφνικά συνειδητοποιεί ότι το χέρι του νεαρού έχει φτάσει κάτω και προσπαθεί να μπει ανάμεσα στο κενό από τα μπούτια της από μποστά στο εσώρουχο της. Πάει να μαζευτεί, αλλά αμέσως νιώθει ένα δάγκωμα στον λαιμό της, ενα δάγκωμα στο αφτί της και μία φωνή να της λέει ψιθυριστά "Θέλω να σε σκίσω". Σαν φλόγα έκαιγε η καρδιά της, ήδη είχε υγραθεί το μουνί της. Γυρνάει ανάποδα, και ξανακοιτάει τον νεαρό στα μάτια, και αμέσως του ορμάει στα χείλια κάνωντας του μία μικρή πληγή στο κάτω σχετικά στην μέση. Η ίδια πλέον έχει αρχίσει να του χαιδεύει το παντελόνι και να χώνεται ανάμεσα στα στήθια του , προσπαθώντας να του κάνει "κακό" . Χορεύουν λίγο ακόμα και κατεβαίνουν στην παραλία κάτω.

Εκεί , ο Χρήστος την πιάνει απο την λεκάνη την φέρνει κατά πάνω του, και αμέσως αφού της δίνει ενα φιλί την σπρώχνει κάτω, κάτω στο χώμα. Αυτή δεν αργεί να σηκωθεί και αμέσως του ξεκουμπώνει το παντελόνι με την ζώνη , με σκοπό να του ρουφήξει το καβλί. Βγάζωντας έναν ήχο , ο Χρήστος την πιάνει από τα μαλλιά και της πιέζει το πουλί του μέσα στο λάρυγγα, και άλλο και άλλο, μανιωδός προσπαθούσε να ηρεμίσει αλλά ταυτόχρονα είχε τόση μεγάλη κάβλα που αντί ξεθάρευε ολοένα και παραπάνω. Δεν περνάει πολύ ώρα, βγάζει ένα βογγητό και τελειώνει μέσα στο λαρυγγα της. Με την μία, την σηκώνει, την γυρνάει ανάποδα, και ξεκινώντας με ένα χαστούκι στο κωλομάγουλο της, άρχισε να μπαίνοβγαίνει αργά σταθερά και σιγά σιγά όλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά. Δεν κράτησε πολύ αυτό το σκηνικό, ήταν ήδη σχεδόν ξημερώματα, και η άλλη είχε ήδη ξυπνήσει ένα δύο ανθρώπους από τα σπίτια που έμεναν γύρω από την θάλασσα. Έπρεπε να το διαλύσουν τώρα που ακόμα δεν είχε φως για να μην τους πάρει κάποιο μάτι.

-Ήσουν υπέροχη, της λέει ο Χρήστος στο τέλος.

Του χαμογέλασε, και τον ρωτάει:

-Πως σε λένε αγόρι μου;

-Χρήστο , της απαντάει, και αμέσως γλυκοκοιτάζωντας τον του ξαναλέει:

-Και εσύ υπέροχος ήσουν, Χρήστο μου, και δίνωντας του ένα φιλί στο μέτωπο σηκώθηκε έτοιμη να φύγει,

-Τώρα με συγχωρείς αλλά πρέπει να φύγω, καλό καλοκαίρι .

User articles
Σχόλιο (0)